Αιχμάλωτοι

Αιχμάλωτοι
Αρχαία ελληνική κωμωδία που σώζεται μόνο στη διασκευή της από τον Πλαύτο. Ανήκει στην περίοδο της νέας αττικής κωμωδίας. Η υπόθεσή της έχει ως εξής: σε έναν πόλεμο ανάμεσα στους Αιτωλούς και τους Ηλιείς συλλαμβάνεται αιχμάλωτος ο Φιλοπόλεμος, γιος ενός άρχοντα της Αιτωλίας, του Ηγίωνα. Αυτός, ανάμεσα στους αιχμάλωτους Ηλιείς, διαλέγει τον Φιλοκράτη και τον δούλο του Τύνδαρο για να τους ανταλλάξει με τον Φιλοπόλεμο. Αντί όμως να στείλει τον δούλο Τύνδαρο στην Ήλιδα, στέλνει στην πραγματικότητα τον Φιλοκράτη, ο οποίος είχε αλλάξει ρούχα με τον δούλο του. Όταν το μαθαίνει αυτό ο Ηγίων από έναν αιχμάλωτο, ρίχνει στα βασανιστήρια τον Τύνδαρο για τιμωρία. Ο Τύνδαρος όμως είναι ο δεύτερος γιος του, που τον είχε αρπάξει μωρό ένας δούλος του Ηγίωνα, ο Σταλαγμός, και είχε καταφύγει στην Ήλιδα όπου τον πούλησε στον πατέρα του Φιλοκράτη Θεοδωρομήδη ή Θησαυροχρυσονικοχρυσίδη, ονομαστό για τη φιλαργυρία του. Ωστόσο, η ανταλλαγή γίνεται και φτάνουν στην Αιτωλία ο Φιλοπόλεμος και ο Φιλοκράτης για να παραλάβει τον δούλο του. Μαζί τους φέρνουν και τον Σταλαγμό. Τελικά αναγνωρίζεται στο πρόσωπο του Τυνδάρου ο χαμένος γιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰχμάλωτοι — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • κάτεργο — Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους… …   Dictionary of Greek

  • Καπορέτο, μάχη του- — Μάχη μεταξύ του ιταλικού στρατού και των συνασπισμένων γερμανικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, που διεξήχθη κοντά στην ομώνυμη πόλη (σημερινό Κόμπαραντ της Σλοβενίας), στις όχθες του ποταμού Ισόνζο. Εκεί τα… …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

  • Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… …   Wikipédia en Français

  • Nikólaos Plastíras — Νικόλαος Πλαστήρας Mandats Premier ministre grec …   Wikipédia en Français

  • Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …   Википедия

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”